Θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο
Τι ορίζεται ως θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο;
Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο (Radioactive Iodine Therapy – RAI) είναι μια στοχευμένη μορφή ακτινοθεραπείας. Ειδικότερα, το ραδιενεργό ισότοπο Ιώδιο-131 (I-131) χορηγείται από το στόμα, συνήθως σε μορφή κάψουλας ή διαλύματος, ανάλογα με τις ανάγκες της θεραπείας.
Το ιώδιο προσλαμβάνεται επιλεκτικά από τα κύτταρα του θυρεοειδούς αδένα, τα οποία το χρησιμοποιούν για τον μεταβολισμό τους. Η εκπομπή β-σωματιδίων και γ-ακτίνων από το I-131 προκαλεί καταστροφή του θυρεοειδικού ιστού ή τυχόν μεταστάσεων, με ελάχιστη επίδραση στους γειτονικούς ή απομακρυσμένους ιστούς.
Σε ποιες περιπτώσεις ασθενών ενδείκνυται η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο;
Η ανάγκη για συμπληρωματική θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο μετά από θυρεοειδεκτομή σε περιπτώσεις καρκίνου θυρεοειδούς καθορίζεται εξατομικευμένα.
Η απόφαση λαμβάνεται από τη διεπιστημονική ομάδα, με στόχο την πλήρη εξάλειψη υπολειμματικού θυρεοειδικού ιστού και τη μείωση του κινδύνου υποτροπής της νόσου.
Οι κυριότεροι παράγοντες που αξιολογούνται είναι:
- Το μέγεθος της πρωτοπαθούς εστίας: μικρές εστίες λίγων χιλιοστών συνήθως δεν απαιτούν θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.
- Ο αριθμός των εστιών: η ύπαρξη πολλαπλών εστιών μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα χορήγησης συμπληρωματικής θεραπείας.
- Η τοπική επέκταση της κακοήθειας: αν ο όγκος έχει διηθήσει τον υπόλοιπο θυρεοειδικό ιστό ή τους γειτονικούς ιστούς, ενδείκνυται συνήθως η θεραπεία με ιώδιο.
- Η παρουσία λεμφαδενικών μεταστάσεων: η ανεύρεση διηθημένων λεμφαδένων αυξάνει τον κίνδυνο υποτροπής.
- Η ιστολογική εξέταση: συγκεκριμένα μορφολογικά ή μοριακά χαρακτηριστικά των καρκινικών κυττάρων μπορεί να υποδηλώνουν πιο επιθετική συμπεριφορά.
- Η ηλικία του ασθενούς: νεότεροι ασθενείς εμφανίζουν συνήθως καλύτερη πρόγνωση, ενώ σε μεγαλύτερες ηλικίες η θεραπεία με ιώδιο εφαρμόζεται συχνότερα.
- Η ύπαρξη απομακρυσμένων μεταστάσεων: σε τέτοιες περιπτώσεις η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο είναι ουσιαστική για τον έλεγχο της νόσου.
Η τελική απόφαση εξατομικεύεται, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα χαρακτηριστικά της νόσου όσο και τη γενική κατάσταση του ασθενούς.
Ποιες είναι οι πιθανές επιπλοκές μετά τη θεραπεία;
Οι πιθανές επιπλοκές της θεραπείας με ραδιενεργό ιώδιο εξαρτώνται κυρίως από τη συνολική δόση του ισοτόπου (Ι-131) που λαμβάνει ο ασθενής, είτε κατά την πρώτη συνεδρία είτε σε περίπτωση επαναλαμβανόμενων θεραπειών.
Η δοσολογία καθορίζεται εξατομικευμένα, βάσει:
- της σταδιοποίησης του καρκίνου.
- της ανταπόκρισης του οργανισμού στη θεραπεία.
- της κλινικής εκτίμησης του θεράποντος ιατρού.
Αν και η θεραπεία θεωρείται γενικά ασφαλής, κάθε ασθενής μπορεί να παρουσιάσει διαφορετική ανταπόκριση στο ραδιενεργό ιώδιο.
Οι συχνότερες παροδικές ανεπιθύμητες παρενέργειες περιλαμβάνουν:
- Ναυτία.
- Εμετό.
- Μεταβολή στη γεύση
- Ξηροστομία.
- Πόνο ή οίδημα των σιελογόνων αδένων.
- Δυσφορία στην κατάποση.
- Κεφαλαλγία.
- Κόπωση.
- Παροδικές μεταβολές στις εντερικές συνήθειες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να παρατηρηθεί παροδική μείωση των λευκών αιμοσφαιρίων λόγω της επίδρασης της ακτινοβολίας στον μυελό των οστών.
Τα συμπτώματα αυτά είναι συνήθως ήπια και υποχωρούν μέσα σε λίγες ημέρες. Όμως, η έντασή τους μπορεί να αυξηθεί με υψηλότερες ή επαναλαμβανόμενες δόσεις. Σε κάθε περίπτωση, η άμεση επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό σε περίπτωση εμφάνισης συμπτωμάτων είναι καθοριστική για την ασφαλή παρακολούθηση και αντιμετώπισή τους.


Ποιες προφυλάξεις πρέπει να λαμβάνονται από τον ασθενή, εάν υποβληθεί στη θεραπεία;
Τα μέτρα προφύλαξης μετά τη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο έχουν ως κύριο στόχο την προστασία των ατόμων του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος του ασθενούς, ιδιαίτερα όταν δεν είναι εφικτή η πλήρης απομόνωση. Η τήρησή τους συμβάλλει ουσιαστικά στη μείωση της έκθεσης τρίτων σε ακτινοβολία.
Κατά τις πρώτες 5 ημέρες μετά τη θεραπεία συστήνεται ο περιορισμός της στενής επαφής με άλλα άτομα σε απόσταση μικρότερη του ενός μέτρου για περισσότερη από μία ώρα ημερησίως. Ειδικότερα, η επαφή με παιδιά και εγκύους πρέπει να αποφεύγεται για τουλάχιστον 8 ημέρες.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα συνιστάται:
- Παραμονή στο σπίτι και αποφυγή επιστροφής στην εργασία ή χρήσης μέσων μαζικής μεταφοράς, εφόσον δεν είναι δυνατή η απομόνωση.
- Αποφυγή κοινής χρήσης προσωπικών αντικειμένων, όπως πετσέτες, σεντόνια και είδη προσωπικής υγιεινής, για τουλάχιστον μία εβδομάδα.
- Χρήση πιάτων και μαχαιροπήρουνων μιας χρήσης και αποφυγή προετοιμασίας φαγητού για άλλα άτομα.
- Προσεκτικός καθαρισμός της τουαλέτας μετά από κάθε χρήση για διάστημα δύο εβδομάδων.
- Καθημερινό ντους και λούσιμο, με καθαρισμό της μπανιέρας ή του ντους μετά από κάθε χρήση.
Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να αποφύγουν εγκυμοσύνη για διάστημα ενός έτους μετά τη θεραπεία, ενώ σε περίπτωση θηλασμού, αυτός πρέπει να διακοπεί πριν τη χορήγηση του ραδιενεργού ιωδίου.
Τι περιλαμβάνει η παρακολούθηση των ασθενών που θα υποβληθούν στη θεραπεία;
Η παρακολούθηση μετά τη θεραπεία περιλαμβάνει τακτικό αιματολογικό έλεγχο των επιπέδων θυρεοσφαιρίνης (δείκτη που υποδεικνύει τυχόν παρουσία υπολειμματικού ιστού ή υποτροπής), καθώς και των θυρεοειδικών ορμονών, ώστε να εξασφαλίζεται η ορμονική ισορροπία.
Παράλληλα, πραγματοποιείται απεικονιστικός έλεγχος, όπως σπινθηρογράφημα ολόσωμο ή υπερηχογράφημα τραχήλου, για την παρακολούθηση πιθανών μεταβολών στον θυρεοειδή ή στους λεμφαδένες.
Η ρύθμιση της δόσης θυροξίνης (Τ4) προσαρμόζεται εξατομικευμένα, με στόχο την καταστολή της TSH και την αποτροπή νέας δραστηριότητας θυρεοειδικών κυττάρων.
Η στενή και συνεχής ιατρική παρακολούθηση είναι καθοριστική για τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια, την πρόληψη υποτροπών και τη βελτιστοποίηση της θεραπευτικής ανταπόκρισης κάθε ασθενούς.
Επικοινωνήστε με τον Γενικό Χειρουργό και εξειδικευμένο Χειρουργό Ενδοκρινών Αδένων Δημήτρη Γιάλβαλη για έγκυρη ενημέρωση σχετικά με τη θεραπεία του καρκίνου του θυρεοειδούς. Με πολυετή εμπειρία στη χειρουργική θυρεοειδούς και παραθυρεοειδών, ο Δρ. Γιάλβαλης εφαρμόζει σύγχρονες, ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές για την αντιμετώπιση της παθολογίας του θυρεοειδούς και των παραθυρεοειδών αδένων.
Ποιοι ασθενείς χρειάζονται θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο;
Η ανάγκη για θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο εξαρτάται από την μορφή καρκίνου του θυρεοειδούς και τη βαρύτητα της νόσου. Εφαρμόζεται κυρίως μετά από χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα, σε περιπτώσεις που υπάρχει κίνδυνος υποτροπής ή μετάστασης.
Είναι ασφαλής η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο;
Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο θεωρείται γενικά ασφαλής και είναι απαραίτητη σε ορισμένες περιπτώσεις καρκίνου του θυρεοειδούς για την πλήρη καταστροφή των υπολειπόμενων καρκινικών κυττάρων. Ωστόσο, κάθε ασθενής μπορεί να έχει διαφορετική ανταπόκριση στη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο, ανάλογα με τη δόση και τον αριθμό των θεραπειών που θα χρειαστεί.
Ποιες είναι οι πιο συχνές παρενέργειες από τη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο;
Οι παρενέργειες από τη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο είναι συνήθως ήπιες και παροδικές. Μπορεί να εμφανιστούν ναυτία, κόπωση, μεταβολή της γεύσης ή ξηροστομία, καθώς και πόνος ή πρήξιμο στους σιελογόνους αδένες. Οι ενοχλήσεις αυτές μπορεί να έχουν μεγαλύτερη ένταση μετά από υψηλές δόσεις ή επαναλαμβανόμενες θεραπείες και συνήθως υποχωρούν μέσα σε λίγες ημέρες.
Τι προφυλάξεις πρέπει να λάβω μετά τη θεραπεία;
Μετά τη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο, είναι σημαντικό να τηρούνται συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των άλλων. Συνιστάται περιορισμός στενής επαφής, ιδιαίτερα με παιδιά και εγκύους, για λίγες ημέρες, καθώς και αποφυγή κοινής χρήσης αντικειμένων. Πρέπει να τηρείται σχολαστική καθαριότητα και να αποφεύγεται η προετοιμασία φαγητού για τρίτους. Τέλος, οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας οφείλουν να αναβάλουν την εγκυμοσύνη για έναν χρόνο μετά τη θεραπεία.
Πώς γίνεται η παρακολούθηση των ασθενών μετά τη θεραπεία;
Η παρακολούθηση μετά τη θεραπεία περιλαμβάνει τακτικό έλεγχο των επιπέδων θυρεοειδικών ορμονών και της θυρεοσφαιρίνης, καθώς και απεικονιστικό έλεγχο για πιθανή υποτροπή. Η ρύθμιση της δόσης θυροξίνης στοχεύει στη σταθεροποίηση της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα και στην αποτροπή νέας δραστηριότητας θυρεοειδικών ή καρκινικών κυττάρων.